Για τα μελομακάρουνα και άλλα χριστουγεννιάτικα.
Σε έναν που τα αναγνωστικά του δημοτικού είχεν έναν κείμενον χριστουγεννιάτικο. ΄Οπως ξέρετε, τα αναγνωστικά όπως και όλα τα βιβλία τα φέρνανε τότε από την Ελλάδα. Εγραφεν λοιπόν σε τζείνον το κείμενον για πιατέλες γεμάτες μελομακάρουνα τζιαι κουραπιέδες. Οι κουραπιέδες ήξερα τι ήταν, γιατί εκείνην την εποχή, την δεκαετία του 60, τους κερνούσαν στους γάμους. Τα μελομακάρουνα όμως δεν ήξερα. Ούτε είδα ποτέ, ούτε έφαγα. Εδιερωτούμουν αν ήταν μακαρόνια βραστά που τα ανακάτευαν με μέλι, εξ ού και το μελομακάρουνα. Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε μπήκαν τα μελομακάρουνα στη ζωή μας. Σήμερα 45- 50 χρόνια μετά, είναι "πατροπαράδοτα".
Τα δικά μας τα Χριστούγεννα ήταν πάρα πολλά διαφορετικά που σήμερα. Του Αγίου Σπυρίδωνα 12 του Δεκέβρη, αν θυμάμαι καλά, ήταν σχολική αργία. Πηγαίναμε με το λεωφορείο του Θρασυβούλου ( Γραμμή Μόρφου - Λευκωσία ) στην Χώρα, με την μάμα μας, να μας αγοράσει τα απαραίτητα. Παπούτσια, κάλτσες, κανένα φορεματάκι, κανένα τρικό. Εσώρουχα μας έραβε στην ραπτομηχανή, με ποπλίνα και έβαζε και πιπίλλα.
Η χαρά μας ήταν πολλά μεγάλη, διότι 2 -3 φορές τον χρόνο που μας έπαρνε στο παζάρι, περνούσαμε από το ζαχαροπλαστείο "Λέανδρος" στην αρχή της Ρηγαίνης, καθόμαστε εκεί και τρώγαμε από ένα γλύκισμα. Στεκόμασταν μπροστά από την βιτρίνα και κοιτάζαμε με λιγούρα όλα εκείνα τα γλυκά και δείχναμε με το δάκτυλο ποιό θέλαμε να μας βάλουν στο πιατάκι, αφού δεν ξέραμε τα ονόματά τους. Το γλύκισμα ήταν η μικρή - μεγάλη μας πολυτέλεια. Κάποτε , αν περίσσευαν χρήματα, μας αγόραζε και λίγες παστούδες για το σπίτι.
Το παζάρι της Χώρας ήταν η Λήδρας, η Ονασαγόρου, η Λεύκωνος με τα πολλά καταστήματα παπουτσιών και οι γύρω δρόμοι. Εκεί στη βόρεια πλευρά του σχολείου της Φανερωμενης, ήταν ένας κύριος με ένα αμαξάκι που πουλούσε ψιλικά. Πάντα περνούσαμε και μας αγόραζε η μάμα μας, μαντηλάκια. Με πόση χαρά διαλέγαμε εκείνα που μας άρεσαν. Τότε δεν υπήρχαν χαρτομαντηλα και τα μαντηλάκια ηταν απαραίτητα στην τζέπη μας κάθε μέρα . Αγόραζε και μεγάλα άσπρα μαντήλια για τον παπά μου, κτενιές και μασιούδες και ότι άλλο ψιλικό χρειαζόταν.
Περνούσαμε και από τον Τσαούση 1.000.000 είδη, που ήταν στην Φανερωμένη. Το κατάστημα ηταν στολισμένο και δεν χορτάναμε να βλέπουμε στολίδια, πιατικά, γυαλλικά, κατσαρολικά, ότι φανταστείς είχε εκεί. Για παιχνίδια ούτε λόγος, τα λεφτά ήταν μετρημένα, να φτάσουν να αγοραστούν για τα παιδιά τα απαραίτητα και αν περίσσευαν και κάτι για τους γονείς.
Συνεχίζεται........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου